- αγαρικό
- τοείδος μυκήτων, η ίσκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγαρικό — (agaricus).Μανιτάρι της οικογένειας των αγαρικιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει πολλά είδη μανιταριών, από τα οποία τα περισσότερα είναι μεγάλα με άσπρο ή σταχτί χρώμα και νόστιμη σάρκα. Τα κυριότερα είδη όμως είναι δύο, το α. το κηπευτικό και το… … Dictionary of Greek
αγαρικίδες — (agaricaceae).Οικογένεια των βασιδιομυκήτων, στην οποία ανήκουν πολλά μανιτάρια. Είναι φυτά σαρκώδη συνήθως, από τα οποία πολλά είναι φαγώσιμα και άλλα δηλητηριώδη. Μερικά είδη είναι παρασιτικά, ενώ τα περισσότερα είναι σαπροφυτικά και παίζουν… … Dictionary of Greek
Άγαροι — Σκυθικό ή σαρματικό έθνος που κατοικούσε στην περιοχή Αγαρία, δυτικά της Μαιώτιδας λίμνης (Αζοφική Θάλασσα). Υπήρχε η φήμη ότι οι Ά. χρησιμοποιούσαν το δηλητήριο των φιδιών για να θεραπεύσουν τις πληγές. Όπως, εξάλλου, αναφέρει o Διοσκουρίδης,… … Dictionary of Greek
μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek